παρεννοώ

παρεννοώ
-έω
παρανοώ, αντιλαμβάνομαι με εσφαλμένο τρόπο, παρεξηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + εννοώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Εμμ. Γουβέλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρεξηγώ — έω και παραξηγώ και παραξηγάω / παρεξηγοῡμαι έομαι, ΝΜΑ (νεοελλ. το ενεργ., μσν. αρχ. το μέσ.) εξηγώ λανθασμένα, εννοώ εσφαλμένα, παρεννοώ, παρερμηνεύω (α. «παρεξήγησες τα λεγόμενά μου» β. «παρεξηγεῑσθαι τὸν Ἀριστοτέλην», Σιμπλίκ. Ουρ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”